- βατήρας
- ο (Α βατήρ, -ῆρος) [βαίνω]1. πέτρα στην οποία στηρίζεται κάποιος για να ιππεύσει2. η βαλβίδα από την οποία πηδά ο άλτηςαρχ.1. βάση αγάλματος ή ανδριάντα2. το τέρμα του αγωνίσματος του δρόμου3. βακτηρία, ραβδί4. το κλειδί με το οποίο τόνιζαν τη λύρα5. κατώφλι6. φρ. «ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας» — έφτασες στο κρίσιμο σημείο, στο ουσιώδες μέρος τού θέματος.
Dictionary of Greek. 2013.